- περίστροφος
- περίστροφοςturning roundmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… … Dictionary of Greek
περίστροφον — περίστροφος turning round masc/fem acc sg περίστροφος turning round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστρόφοις — περίστροφος turning round masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστροφοι — περίστροφος turning round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… … Dictionary of Greek
υποσφραγίς — ῑδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «περίστροφος ὁ τῆς ὑποσφραγῑδος τόπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σφραγίς, ίδος] … Dictionary of Greek